- ισοπύθιος
- ἰσοπύθιος, -ον (Α)1. (για αγώνες) αυτός που θεωρείται όμοιος, ίσος με τα Πύθια2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἰσοπύθιαονομασία αγώνα, Νέα Πύθια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)-* + Πύθια (οι γνωστοί αγώνες στους Δελφούς της αρχ. Ελλάδας)].
Dictionary of Greek. 2013.